Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν μια από τις κορυφαίες τραγουδίστριες του λαϊκού και ρεμπέτικου ελληνικού τραγουδιού.

Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν μια από τις κορυφαίες τραγουδίστριες του λαϊκού και ρεμπέτικου ελληνικού τραγουδιού. Γεννήθηκε στο χωριό Χάλια κοντά στη Χαλκίδα στις 22 Αυγούστου 1921. 

Ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της είναι τα "Συννεφιασμένη Κυριακή", "Τα Καβουράκια" και "Όταν πίνεις στην ταβέρνα" του Βασίλη Τσιτσάνη, με τις οποίες καθιερώθηκε ως κορυφαία λαϊκή τραγουδίστρια. 

Πέραν του Τσιτσάνη συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους κορυφαίους συνθέτες, όπως με τον Γιάννη Παπαϊωάννου ("Άνοιξε, άνοιξε") και τον Απόστολο Καλδάρα ("Είπα να σβήσω τα παλιά").
Η Σωτηρία (μεγαλύτερη από το άλλα τέσσερα αδέλφια της) πήρε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο Σχηματάρι και της είχε πολύ μεγάλη αδυναμία.

Από μικρό κοριτσάκι την έπαιρνε κοντά του στην εκκλησία. 

Εκείνη άρχισε να επηρεάζεται από τα τροπάρια και έψελνε μόλις «κατάλαβε» τον εαυτό της.

Έτσι άρχισε να «ζυμώνεται» με τους εκκλησιαστικούς ήχους και τη βυζαντινή μουσική...

Σπουδάζοντας στο ψαλτήρι

Με τα εκκλησιαστικά η μικρή Σωτηρία είχε αποκτήσει ένα μεγάλο πάθος πριν ακόμη τελειώσει το δημοτικό σχολείο. 

Μπαινόβγαινε στο Ιερό, έψελνε στο αριστερό ψαλτήρι και χτυπούσε την καμπάνα για τον εσπερινό. 

Όταν έγινε δέκα χρόνων, έφυγε από τον παππού της και πήγε μέσα στη Χαλκίδα όπου έμεναν οι γονείς της και τα μικρότερα αδέλφια της.

Ο πατέρας της ήταν από τους πλέον εύπορους κατοίκους της πόλης γιατί διατηρούσε το μεγαλύτερο και το καλύτερο κατάστημα τροφίμων στην πολυσύχναστη οδό Αβάντων.

Τις εφημερίδες που έπαιρνε ο Κυριάκος Μπέλλος, η μικρή Σωτηρία της «ξεκοκάλιζε» μετά τα μαθήματά της. 

Μια μέρα είπε στον πατέρα της: «Μπαμπά, θέλω να με πας στον κινηματογράφο να δω την "Προσφυγοπούλα" γιατί πρωταγωνιστεί η Βέμπο που μου αρέσει πολύ». 

Έγινε το χατίρι της, είδε τη Βέμπο στο σινεμά και ύστερα άρχισε να τη μιμείται.

Πήγαινε κάθε μέρα μπροστά στον καθρέφτη του σπιτιού της κι έκανε σκέρτσα και κινήσεις όπως η Βέμπο στην οθόνη. 

Παρά τις συστάσεις της μάνας της, η Σωτηρία συνέχιζε το βιολί της ώσπου έφαγε το ξύλο της χρονιάς της.

Η Ελένη Μπέλλου, γνήσια Αρβανίτισσα, δεν ήθελε ποτέ να δει τη μεγαλοκόρη της τραγουδίστρια. 

Η Σωτηρία (αρβανίτικο κεφάλι κι αυτή) εγκατέλειψε το σπίτι της. Έφυγε από τη Χαλκίδα, για την Αθήνα, όπου αρχίζουν οι πρώτες μεγάλες δυσκολίες για ένα κορίτσι που ζει πλέον μόνο του στην πρωτεύουσα της χώρας.

Ήταν αρχές της ναζιστικής κατοχής. 

Το αρβανίτικο πείσμα να εγκαταλείψει το σπίτι της, τους γονείς στη Χαλκίδα, την οδήγησε σε μεγάλες περιπέτειες.

Παντρεύτηκε πολύ μικρή ενάντια στις επιθυμίες των γονιών της και ο γάμος της ήταν μια άμεση καταστροφή: 

Ο άντρας της ήταν μέθυσος και, κατά τη διάρκεια ενός από τους ξυλοδαρμούς, η Σωτηρία έριξε οξύ στο πρόσωπό του, και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια στη φυλακή από τους οποίους τελικά εξέτισε μόνο τέσσερις μήνες. 

Μετά την αποφυλάκισή της επιστρέφει στην οικογένειά της, αλλά μετά από συζητήσεις και κατηγορίες των δικών της αποφασίζει να πάει στην Αθήνα το 1940, που βρισκόταν σε πλήρη ναζιστική κατοχή. 

Εκείνα τα χρόνια δεν είναι μόνο αγώνας για επιβίωση, αλλά και για την αντίσταση, αφενός, κατά των Ναζί και στη συνέχεια κατά των Βρετανών. 

Συνελήφθη, βασανίστηκε και κλείστηκε στη φυλακή. Στον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και πάλι συνελήφθη και φυλακίστηκε για συνεργασία με την κομμουνιστική πλευρά.

Μετά τον εμφύλιο πόλεμο απελευθερώνεται και το 1947 προσελήφθη ως τραγουδίστρια σε ένα κέντρο διασκέδασης στην Αθήνα με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος την ανακάλυψε ως αστέρι του οποίου τα τραγούδια είναι τα πιο σημαντικά του ρεπερτορίου της. 

Το 1948 μια ομάδα κακοποιών εισήλθαν στο χώρο και την ξυλοκοπάει με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (Κομμουνίστρια), χωρίς οι μουσικοί της να τολμήσουν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους. 

Ένας από τους Χίτες ανέβηκε στο πάλκο και της ζήτησε να τραγουδήσει «Του αητού ο γιος». 

Εκείνη αρνήθηκε και τότε μαζεύτηκαν όλοι της παρέας και την τσάκισαν στο ξύλο. 

Κι όμως η Μπέλλου γι' αυτό το περιστατικό είχε ένα παράπονο, μια πικρία που ανέφερε σ' όλη της τη ζωή. 

Δεν περίμενε την ώρα που την χτυπούσαν έξι Χίτες μαζί να μη σηκωθούν από τις καρέκλες τους δύο άνδρες να αντισταθούν σ' αυτή την πρόκληση. 

Οι τρομοκράτες που έκαναν άνω κάτω το μαγαζί φώναζαν στην Σωτηρία: «Πες του αητού το γιο, γιατί θα σε καθαρίσω Βουλγάρα». 

Ήταν Δεκέμβρης του 1948.

Η τραγουδίστρια έφυγε από τον «Τζίμη τον Χοντρό» και πήγε σε ένα μαγαζί και εργάσθηκε μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη. Ήταν το κέντρο «Παναγάκη» στην οδό Παρασίου.

Παρ 'όλα αυτά, σύντομα αναγνωρίζεται ως μία από τις καλύτερες ερμηνείες στα ρεμπέτικα. 

Μέχρι το '80 εξακολουθεί να συνεργάζεται με τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες αυτών των μουσικών ειδών σε πολλές συναυλίες και ηχογραφήσεις, αλλά υπέστη διάφορες κρίσεις και προβλήματα αλκοολισμού και κατάθλιψης.


Η καταξίωση
 
Η ζωή της Μπέλλου από το 1940 έως το 1946, τότε δηλαδή που μπαίνει πλέον επίσημα στον χώρο και τον κόσμο του ρεμπέτικου, είναι μια περιπέτεια, ένα θρίλερ. 

Οι δραματικές στιγμές που πέρασε στην Αθήνα και έχει περιγράψει η ίδια, θυμίζουν κινηματογραφική ταινία. 

Έκανε πολλές δουλειές για να επιβιώσει. 

Δούλεψε σε εστιατόριο λαντζιέρα. Νύχτες ολόκληρες έπλενε πιάτα. 

Πουλούσε τσιγάρα με τον ταβλά και παστέλια. Έκανε τον αχθοφόρο σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων. 

Με ένα καρότσι έπαιρνε τα ταγάρια, τα καλάθια και τις βαλίτσες των επαρχιωτών και τα ξεφόρτωνε στην Ομόνοια. 

Τις νύχτες κοιμόταν μέσα στα βαγόνια. 

Με τα χαρτζιλίκια που μάζευε από όλες αυτές τις δουλειές, αγόρασε παπούτσια και κουβέρτες, νοίκιασε μια κάμαρα - σπίτι στο Περιστέρι, κι αγόρασε μια κιθάρα, που ήταν το μεγάλο της όνειρο. 

Στερήθηκε πολλά αγαθά τόσα χρόνια, αλλά με το αρβανίτικο πείσμα που τη διέκρινε και τη σιδερένια θέληση που είχε πέτυχε τον στόχο της. Να γίνει τραγουδίστρια.

Ένα βράδυ του Μάη του 1945 κατέβαινε την Ιπποκράτους. 

Είχε πάει να συναντήσει κάποιες κοπέλες, που ήταν συγγενείς της, στην οδό Διγενή Ακρίτα.

Κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, είδε μια ταβέρνα και μπήκε μέσα. Κάθισε σ' ένα τραπέζι στην αυλή και παρήγγειλε κάτι να φάει. 

Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, Κρητικός την καταγωγή, και μερικοί θαμώνες κοίταζαν επίμονα τη Σωτηρία. 

Τόσο όμορφη κοπέλα, ίδια κούκλα, μόνη της τέτοια ώρα; Εκείνη απτόητη.

Καθώς περίμενε την παραγγελία, το μάτι της έπεσε πάνω σε μια κιθάρα. 

Ρώτησε ευγενικά τον ταβερνιάρη αν μπορεί να παίξει, πήρε θετική απάντηση και άρχισε να παίζει και να τραγουδά ένα παλιό τραγούδι της Σοφίας Βέμπο «Τι έχεις κι όλο κλαις και δεν μου το λες». 

Δεν σταμάτησε όμως στο ένα τραγούδι. 

Είπε και δεύτερο: «Αντιλαλούνε οι φυλακές τ' Ανάπλι κι ο Γεντί Κουλές».

Στην απέναντι γωνιά, άκουγε με πολλή προσοχή την κοπέλα με την κιθάρα, ένας 45άρης καλοντυμένος, με ψαρά μαλλιά, χωρίς να πει κουβέντα.

Το επόμενο βράδυ η Μπέλλου ξαναπήγε στο μαγαζί, έπαιξε και τραγούδησε.

Στην ταβέρνα, παρ' ότι ήταν λαϊκή, πήγαιναν πολλοί κοσμικοί. 

Ανάμεσά τους και ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης, ο οποίος δύο βράδια αργότερα, πήγε με τον Βασίλη Τσισάνη εκεί. 

Στο φουλ της επιτυχίας του ο βάρδος του ρεμπέτικου, ο οποίος ενθουσιάστηκε από τη φωνή της Μπέλλου, αλλά και από τη δεξιοτεχνία της στην κιθάρα. 

Τα είπαν οι δυο τους και συμφώνησαν να μπουν στο στούντιο. 

Η Σωτηρία δεν μπορούσε να πιστέψει ότι της δινόταν μια τέτοια μεγάλη ευκαιρία.

Η ευκαιρία της ζωής της που την οδήγησε στη μεγάλη λεωφόρο του ρεμπέτικου και στη συνέχειά του, που ήταν το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι με κοινωνικό χαρακτήρα.

Στα χρόνια της πολυτάραχης ιστορίας στο ελληνικό τραγούδι, η Μπέλλου έκανε πολύ μεγάλες επιτυχίες σε τραγούδια των πιο γνωστών λαϊκών συνθετών: «Συνεφιασμένη Κυριακή», «Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή» του Τσιτσάνη, «Γύρνα στη ζωή την πρώτη»  «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» (Παπαϊωάννου), «Ο ναύτης»  «Το σβηστό φανάρι» (Μητσάκη), «Είπα να σβήσω τα παλιά» (Καλδάρα), «Άνοιξε, άνοιξε» (Παπαϊωάννου).





Από το '41 ως το '76 τραγούδησε αδιάκοπα όλους σχεδόν τους λαϊκούς συνθέτες, ενώ από τότε μέχρι πριν από πέντε χρόνια τάραξε πάλι τα νερά, με πρωτοποριακές συνεργασίας που έκανε με έντεχνους και γενικά σύγχρονους συνθέτες:

Μούτσης (Το φράγμα), Σαββόπουλος (Το βαρύ ζεϊμπέκικο), Ανδριόπουλος (Λαϊκά προάστια), Κουνάδης (Δεν περισσεύει υπομονή), Ανδριόπουλος, Λάγιος (Λαός) κ.ά.

Παράλληλα, προχώρησε και σε επανεκτελέσεις παλιών λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.


Η καριέρα της γνώρισε μια κάμψη στις αρχές της δεκαετίας του '60, όμως από το 1966 κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους έπειτα από συνεργασίες της με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος ("Ζεϊμπέκικο"), ο Ηλίας Ανδριόπουλος ("Μην κλαις") και ο Δήμος Μούτσης («Δε λες κουβέντα»).



Στο λαϊκό πάλκο, σε όλη της την πορεία στο τραγούδι, είχε πολύ έντονη παρουσία στα πιο διάσημα μαγαζιά της περιοχής Αθηνών: 

 «Νήσος Ύδρα» του Αλάογλου στο Περιστέρι, «Ροσινιόλ» στα Σεπόλια, «Τζίμης ο Χοντρός» (Αχαρνών), «Τριάνα» και «Λουζιτάνια» (λεωφόρος Συγγρού), «Φαληρικόν» (Τζιτζιφιές), «Καλαματιανός» (Τζιτζιφιές), «Μάριος» (Ίωνος).

Ξεχωριστή ιστορία έγραψε μαζί με Τσιτσάνη - Παπαϊωάννου, στην Καισαριανή, στο «Σκοπευτήριο» και στο «Χάραμα», για 10 χρόνια, ενώ με τους δύο τελευταίους εμφανίστηκε για μεγάλα διαστήματα στο «Όνειρο» και στο «Πρόσωπο» της Εθνικής οδού. 

Σημαντική παρουσία είχε στη δεκαετία του 1980, στον «Δία» της πλατείας Αττικής.

Τον Μάρτιο του 1993 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας, οπότε και διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του πνεύμονα. 

Έχασε τη φωνή της και στις 27 Αυγούστου 1997 άφησε την τελευταία της πνοή.

Έδωσε δεκάδες συναυλίες σε πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Η Μπέλλου υπήρξε ειλικρινής και γνήσια σαν καλλιτέχνις και σαν άνθρωπος. 

Βοήθησε όσο μπορούσε πολλούς νέους συναδέλφους της να σταθούν στο τραγούδι. 

Αγαπήθηκε από τον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού και όχι μόνο. Προσωπικότητες του διεθνούς τζετ σετ, αλλά και Έλληνες πνευματικοί άνθρωποι θαύμασαν, λάτρεψαν και αποθέωσαν την Μπέλλου στα λαϊκά κέντρα όπου εμφανίσθηκε τα τελευταία χρόνια κυρίως.

Δισκογραφία

1974 - Η Σωτηρία Μπέλλου τραγουδά Τσιτσάνη

1974 - Τα Παλιά του Καπλάνη

1976 - Σωτηρία Μπέλλου Νο 7: H ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΤΟΥ 

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ

1977 - Σωτηρία Μπέλλου 8 : ΧΑΛΑΛΙ ΣΟΥ
1977 - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ Νο 2
1979 - ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ Νο 9
1980 - ΤΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ Νο 10
1980 - ΛΑΪΚΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ
1981 - ΦΡΑΓΜΑ
1983 - Ο Αι Λαός
1984 - Σωτηρία Μπέλλου Νο 11 ΠΡΙΝ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ
1985 - Σωτηρία Μπέλλου –Στέλιος Βαμβακάρης 

ΑΝΟΙΞΑ ΠΟΡΤΑ 

ΣΤΗΝ ΖΩΗ

1985 - ΞΕΝΕΣ ΠΟΡΤΕΣ
1985 - ΑΥΘΕΝΤΙΚΕΣ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ 

Νο 10

1987 - Σωτηρία Μπέλλου ΡΕΣΤΟΙ ΚΑΙ ΜΠΑΤΙΡΗΔΕΣ 10
1987 - 40 Χρόνια Σωτηρία Μπέλλου-
1989 - Σωτηρία Μπέλλου : H ΡΕΜΠΕΤΙΣΑ ΜΑΣ
1991 - ΤΑ ΛΑΙΚΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΠΕΛΛΟΥ
1993 - ΤΑ ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΤΗΣ ΜΙΝΟΣ
1994 - ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ

Πηγές: www.musicheaven.gr
el.wikipedia.org